Λυπούμαστε, αλλά τα λεξικά μας δεν ξέρουν να μεταφράζουν προτάσεις!
Το WordReference προσφέρει διαδικτυακά λεξικά, όχι λογισμικό μεταφράσεων. Παρακαλούμε, αναζητήστε μία μία τις λέξεις (μπορείτε να τις κλίκαρετε παρακάτω) ή κάντε μια ερώτηση στα φόρουμε εάν χρειάζεστε άλλη βοήθεια.

while still a student he made an important discovery


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο important παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: while | still | a | student | he | made | an | discovery

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
important adj (consequential) (με συνέπειες)σημαντικός επίθ
 He made an important decision.
 Πήρε μια σημαντική απόφαση.
important adj (noteworthy)σημαντικός επίθ
 Listen to what I have to say. It is important.
 Άκου τι έχω να πω. Είναι σημαντικό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
important adj (prominent)σημαντικός, σπουδαίος επίθ
  (επίσημο, λόγιος)εξέχων μτχ ενεστ
 He is a very important member of the cabinet.
important adj (person: influential)σημαντικός, σπουδαιός επίθ
 He is an important person in the community.
important adj ironic (pompous) (καθομ, αποδοκιμασίας)το παίζω σπουδαίος έκφρ
  το παίζω κάποιος έκφρ
  παίρνω ύφος έκφρ
  δήθεν επίθ άκλ
 Phineas is just so important, isn't he?
important adj (of distinction)σημαντικός, σπουδαίος επίθ
 He is a very important writer.
important adj (of consequence)σημαντικός επίθ
  έχω σημασία ρ έκφρ
 It is important to brush your teeth every day.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
all-important adj (crucial, critical)καίριος επίθ
  κρίσιμος επίθ
  σημαντικός επίθ
important person,
plural: important people
n
(prominent individual)διακεκριμένο πρόσωπο ουσ ουδ
 When I asked why the street was blocked off the officer explained that some "important person" was due to arrive.
important thing n (essential point)σημαντικό, καίριο σημείο ουσ ουδ
 You are safe and well, that's the most important thing.
most important adj (primary, of greatest significance)κύριος,πιο σημαντικός επίθ
 Breakfast is said to be the most important meal of the day.
self-important adj (pompous, vain)ματαιόδοξος επίθ
  υπερόπτης επίθ
  ξιπασμένος επίθ
 The professor's self-important tone annoyed the students.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση while still a student he made an important discovery στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «while still a student he made an important discovery».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!